εφιμερος

εφιμερος
    ἐφίμερος
    ἐφ-ίμερος
    2
    (ῑ) желательный, желаемый, желанный
    

(φιλότης Hes.; ὕμνος Theocr.; ἔρωτες Anth.)

    ἐ. προσλεύσσειν Soph.(такой), который страстно хочется увидеть;
    φάτις οὐδαμῶς ἐ. Aesch. — крайне неприятная весть


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εφιμερος" в других словарях:

  • εφίμερος — ἐφίμερος, ον (Α) επιθυμητός, ποθητός, αγαπητός («ἡ τέκνων ὄψις ἐφίμερος προσλεύσσειν ἐμοί», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵμερος «ποθητός»] …   Dictionary of Greek

  • ἐφίμερος — ἐφί̱μερος , ἐφίμερος desired masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφίμερον — ἐφί̱μερον , ἐφίμερος desired masc/fem acc sg ἐφί̱μερον , ἐφίμερος desired neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

  • επιίμερος — ἐπιίμερος, ον (ιων. τ. τού ἐφίμερος*) (Μ) ποθητός …   Dictionary of Greek

  • ἐφιμέρου — ἐφῑμέρου , ἐφίμερος desired masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφίμεροι — ἐφί̱μεροι , ἐφίμερος desired masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»